- αἰνοδρυφής
- αἰνοδρυφήςsadly tornmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αινοδρυφής — αἰνοδρυφὴς ( οῡς), ὲς (Α) αυτός που πληγώνει φοβερά το σώμα του σε εκδηλώσεις πένθους (κυρίως το πρόσωπο και το στήθος). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + δρυφὴς < δρύπτω «σπαράσσω, σχίζω»] … Dictionary of Greek